- κοσκίνιον
- κοσκῐν-ιον, τό, Dim. of κόσκινον, Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647 f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσκίνιο — κοσκίνιον τὸ (Α) [κόσκινον] μικρό κόσκινο, κοσκινάκι … Dictionary of Greek
κοσκίνια — κοσκίνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek